- σούφρα
- η, Ν·, 1. πτυχή, σούρα2. ρυτίδα3. μαρασμός βρέφους από αθρεψία4. ο σφιγκτήρας τού πρωκτού5. σούφρωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. *sup(p)la < *supplo < supplico «ικετεύω, προσεύχομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σούφρα — η (λ. λατ.), ζαρωματιά, σούρα: Έχει σούφρες το φουστάνι της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζάρα — και ζαρωματιά, η 1. αναδίπλωση υφάσματος, τσαλάκωμα, πτυχή, σούφρα («το ύφασμα κάνει ζάρες») 2. ρυτίδα τού δέρματος 3. μτφ. κάθε πτύχωση οποιασδήποτε επιφάνειας («οι ζάρες τού πελάγου») 4. πήλινο αγγείο 5. κατακάθι, ζούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαρώνω,… … Dictionary of Greek
ζαρωματιά — η [ζάρωμα] πτυχή, ρυτίδα, ζάρα, σούφρα … Dictionary of Greek
περισουφρώνω — ΝΜ νεοελλ. κλέβω λίγα λίγα και τά μαζεύω, αφαιρώ βαθμιαία («ό,τι μπορώ περισουφρώνω κάθε μέρα») μσν. επιδιορθώνω κάτι με ραφή, με σούφρα, συμμαζεύω, μπαλώνω, περιμαζεύω («τὰ καλίγια μου... ἔπιασα τάχατε μικρὸν νὰ τὰ περισουφρώσω», Πρόδρ.) … Dictionary of Greek
σαφρακιάζω — Ν 1. (αμτβ.) (ιδίως για χέρια και πόδια) ζαρώνω λόγω πολύωρης παραμονής μέσα στο νερό 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ζαρώσει αφήνοντάς το για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουφρακιάζω (< σούφρα) με οπισθοχωρητική αφομοίωση] … Dictionary of Greek
σουφρώνω — Ν 1. (μτβ. και αμτβ.) πτυχώνω, ζαρώνω, ρυτιδώνω 2. μτφ. κλέβω με επιτήδειο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούφρα. Η άποψη ότι ο τ. σουφρώνω < συνοφρυῶ / ώνω δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek